- ταχυπειθής
- τᾰχῠ-πειθής, ές,A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79.II obeying quickly or easily,
ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταχυπειθής — soon persuaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπειθής — ές, ΜΑ εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.) αρχ. αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ πειθής] … Dictionary of Greek
ταχυπειθέα — ταχυπειθής soon persuaded neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ταχυπειθής soon persuaded masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπειθέας — ταχυπειθής soon persuaded masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχυπειθέος — ταχυπειθής soon persuaded masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
ταχυπειθέι — ταχυπειθέϊ , ταχυπειθής soon persuaded dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)